- τριχοφυές
- τριχοφυήςgrowingmasc/fem voc sgτριχοφυήςgrowingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχοφυής — ές, ΝΑ 1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές το φυτό τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο φυής] … Dictionary of Greek